-
1 τιμωρια
ион. τῑμωρίη ἥ1) заступничество, защита или помощь(ἀπό τινος Thuc.)
τιμωρίαν ποιεῖσθαί τινι Thuc. — оказывать помощь кому-л.2) отмщение, местьτ. τινός Eur. — месть за кого(что)-л.;
τ. κατά τινος Dem. — месть кому-л.;τιμωρίας τυγχάνειν Thuc., Xen. — добиться отмщения, отомстить (ср. 4)3) право местиτιμωρίαν τινὴ δεδωκέναι Dem. — предоставить кому-л. право мести
4) кара, наказаниеτιμωρίας τυγχάνειν Plat. — подвергаться наказанию (ср. 2);
οἱ ἐπὴ τῶν τιμωριῶν Plut. — исполнители наказаний, палачи -
2 τιμωρία
-
3 τῑμωρία
τῑμωρία, ἡ, ion. τιμωρίη, 1) Hülfe, Beistand; Her. 5, 146. 7, 169. 8, 40; Thuc. 8, 20. 63 u. öfter. – 2) Rache. Strafe; τινός, an Einem, πικρὰν δὲ παῖς ἐμὸς τιμωρίαν κλεινῶν Ἀϑηνῶν εὗρεν, Aesch. Pers. 465; καὶ τίσις, Her. 7, 8, 1; παρὰ τῶν ϑεῶν, 2, 120; ἂν τύχῃ δίκης καὶ τιμωρίας, Plat. Gorg. 472 d, u. öfter; πατρός, Eur. Or. 425 u. öfter; auch κατά τινος, Dem. 18, 274; τιμωρίαν ὑπὲρ ὧν ἐπεπόνϑειν λαβεῖν, 24, 8; τιμωρίας τινὸς τυγχάνειν τῷ παιδί, für den Sohn, Xen. Cyr. 4, 6, 7. Auch Züchtigung, Peinigung, Arist. rhet. 1, 10 von κόλασις unterschieden; Pol. 1, 10, 4 u. öfter; er vrbdt auch διὰ τῆς εἰς ἐκείνους τιμωρίας, 1, 7, 12, wie Her. 1, 123.
-
4 τῑμωρία
-
5 τιμωρία
τιμωρία, ας, ἡ (fr. τιμωρό ‘avenger’, s. τιμωρέω) punishment (Aeschyl., Hdt.+) in our lit. inflicted by God (Theopompus [IV B.C.]: 115 Fgm. 253, p. 590, 29 Jac. παρὰ θεῶν τιμ.; Eth. Epic. col. 12, 7 τιμ. ἐκ θεῶν; Diod S 13, 21, 1 τιμ. παρὰ θεῶν; 16, 64, 1; Aesop, Fab. 1 P.=5 H. ἐκ θεοῦ τιμ. Cp. Jos., Bell. 2, 155 τιμωρίαι ἀδιάλειπτοι) B 20:1; Hs 6, 3, 2b; 6, 4, 4; 6, 5, 3ab. πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας; how much more severe a punishment, do you think, will be decreed for … ? Hb 10:29 (Diod S 4, 12, 7 ἕκαστος τιμωρίας ἠξιώθη=each one had punishment inflicted on him; 16, 31, 2; 16, 46, 3). Pl. (Pla., Ep. 7, 335a μεγίστας τ. [of God]; Diod S 1, 96, 5 τὰς τῶν ἀσεβῶν ἐν ᾅδου τιμωρίας; Plut., Mor. 566e [in the nether world]; LXX; TestJos 3:1; EpArist 208; Philo; Jos., C. Ap. 2, 292; Just., A II, 20, 4 al.; Tat. 17, 1) Hs 6, 3, 3; 4ab; 6, 5, 7. μετὰ πολλὰς … βασάνους καὶ τιμωρίας Papias (3:3). τιμωρίαν ὑπέχειν undergo punishment (schol. on Soph., Oed. Col. 1565 p. 460 Papag.; Ath. 2, 1) MPol 6:2. ὁ ἄγγελος τῆς τιμωρίας the punishing angel (s. τιμωρητής) Hs 6, 3, 2a; 7:2 (Leutzsch, Hermas 476 n. 157).—DELG s.v. τιμωρό. M-M. -
6 τιμωρία
τῑμωρίᾱ, τιμωρίαretribution: fem nom /voc /acc dualτῑμωρίᾱ, τιμωρίαretribution: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τῑμωρίαι, τιμωρίαretribution: fem nom /voc plτῑμωρίᾱͅ, τιμωρίαretribution: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 τιμωρία
-
8 τιμωρία
ἡ τιμωρία 1. заступничество; 2. мщение -
9 τιμωρίᾳ
Βλ. λ. τιμωρία -
10 τιμωρία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τιμωρία
-
11 τιμωρία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τιμωρία
-
12 τιμωρία
наказание, кара; син. (κόλασις).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τιμωρία
-
13 τιμωρία
мщение, наказание -
14 τιμωρία
[тимориа] ουσ. Θ. наказание, кара,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τιμωρία
-
15 τιμωρία
-ας + ἡ N 1 0-0-1-3-11=15 Jer 38(31),21; Prv 19,29; 24,22; DnLXX 2,18; 1 Ezr 8,24retribution, punishment 1 Ezr 8,24; help DnLXX 2,18Cf. CAIRD 1976, 86; HARL 1991=1992a 158 -
16 τιμωρία
[тимориа] ουσ θ наказание, кара. -
17 τιμωρία
A retribution, vengeance (differing from κόλασις, corrective punishment, Arist.Rh. 1369b12),ἐς τ... παρασκευαζομένοισι Hdt.5.90
;τ. καὶ τίσις Id.7.8
.ά, cf. Ep.Hebr.10.29, etc.; πατρὸς τ. vengeance taken for him, E.Or. 425; μητρὸς αἵματος τιμωρίαι for having shed a mother's blood, ib. 400; ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ τ. for the purpose of punishing us, Th.3.63;Λεωνίδην ἐάν τις ἀποκτείνῃ.. τὴν τ. εἶναι καθάπερ ἐάν τις Ἀθηναίων ἀποθάνῃ IG12.56.16
, cf. 154.12;οὐκ ἔχει τιμωρίαν γὰρ τἀδίκημ', ἔγκλημα δέ Men.Pk. 253
; ἡ κατὰ τῶν προδιδόντων τ. vengeance against or upon.., Lycurg.140, cf. D.18.274, Din.1.105;τ. ἐσομένη ἔς τινα Hdt.1.123
, cf. D.22.55;τ. ὑπὲρ τοῦ ἀδικηθέντος Antipho 6.6
, cf. Isoc. 20.19: with Verbs, of the avenger, ποιεῖσθαι τιμωρίαν execute vengeance, D.21.26, etc.; τινος on one, And.4.18;τ. ὑπὲρ ὧν ἐπεπόνθειν λαβεῖν D.24.8
; but παρά τινος λαμβάνειν τ. exact it from him, Philem.88.14; of the wrongdoer, τ. Ἀθηνῶν ηὗρε found, i.e. suffered, vengeance at Athens' hand, A.Pers. 473; τιμωρίας τυγχάνειν to be punished, Pl.Grg. 472d, PEnteux.50.7 (iii B.C.), etc. (but also, obtain vengeance, Th.2.74, X.Cyr.4.6.7);τ. ἀντιδοῦναι Th.2.53
; , etc.;ὑπέχειν Th.6.80
, Pl.Lg. 716b, etc.; of persons in authority,αἱ τ. εἰσὶ παρὰ τῶν θεῶν Hdt.2.120
; τ. δοῦναί τινι give him right of vengeance, D.23.7, cf. ib.54, 59.86; soτὰς τ. τοῖς ἰδιώταις ἐποίησε βραδείας Id.26.4
: pl., penalties, λαμβάνειν τὰς ἀξίας τ. Antiph.247; ταῖς ἐσχάταις τιμωρεῖσθαι τ. Pl.R. 579a, cf. Lg. 943d, al.; of state-punishments, LXX 2 Ma.6.26, al.; οἱ ἐπὶ τῶν τ. Plu.Art. 14, 17; of divine punishments,ἐξορκίζω σε.. κατὰ < τῶν ἐπὶ> τῶν τ. τεταγμένων PMag.Lond.121.303
.II succour, εὑρήσεται τ. Hdt. 3.148; ἡ ἀφ' ὑμῶν τ. Th.1.69, cf. 5.112;τ. ποιεῖσθαί τινι Id.1.124
; τ. τοῦ τεθνεῶτος due to him, Antipho 1.5.2 of medical and, Hp.Acut.18 (pl.); cf.τιμωρέω 11.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμωρία
-
18 τιμωρία
1) châtiment2) peine -
19 τιμωρία
kara (f) rzecz. -
20 τιμωρία
trest
См. также в других словарях:
τιμωρία — η 1. ποινή, κολασμός για άδικη πράξη: Τιμωρία ενόχων. 2. η θεία δίκη: Η τιμωρία της ασέβειάς του. 3. βάσανο, ταλαιπωρία: Είναι μεγάλη τιμωρία να με κρατάς όρθιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμωρία — τῑμωρίᾱ , τιμωρία retribution fem nom/voc/acc dual τῑμωρίᾱ , τιμωρία retribution fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμωρίᾳ — τῑμωρίαι , τιμωρία retribution fem nom/voc pl τῑμωρίᾱͅ , τιμωρία retribution fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμωρία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. τιμωρίη Α [τιμωρός] 1. ανταπόδοση κακού, εκδίκηση 2. ποινή που επιβάλλεται από την πολιτεία για πράξη που θίγει τους νόμους 3. η θεία δίκη που πλήττει αυτόν ο οποίος παρέβη τους γραπτούς και, κυρίως τους άγραφους κανόνες τού… … Dictionary of Greek
κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… … Dictionary of Greek
Dispute about Jesus' execution method — This article is about different views on the form of the gibbet used in the Crucifixion of Jesus. For supposed relics of a Cross, see True Cross. Part of a series on the Death and resurrection of Jesus Passion Last Supper Arr … Wikipedia
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek